- ορσοδακνη
- ὀρσοδάκνηὀρσο-δάκνηἥ предполож. тля (подгрызающая корни некоторых растений) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορσοδάκνη — ὀρσοδάκνη, ἡ (Α) είδος εντόμου που δαγκώνει και καταστρέφει τους βλαστούς τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος*( ρσ ) «το άκρο τού ιερού οστού, πρωκτός» + δάκνω «δαγκώνω»] … Dictionary of Greek
ὀρσοδάκνη — an insect which eats the buds of plants fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρσοδάκναι — ὀρσοδάκνᾱͅ , ὀρσοδάκνη an insect which eats the buds of plants fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)